αμφίβια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɱˈfi.vi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐φί‐βι‐α
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αμφίβια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αμφίβιο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Αμφίβια (ταξινομικός όρος)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αμφίβια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αμφίβιος