thirst
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
thirst | thirsts |
thirst (en)
- (κυριολεκτικά) η δίψα
- ⮡ dying of thirst - πεθαίνω από δίψα
- (μεταφορικά) η δίψα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | thirst |
γ΄ ενικό ενεστώτα | thirsts |
αόριστος | thirsted |
παθητική μετοχή | thirsted |
ενεργητική μετοχή | thirsting |
thirst (en)
- (αμετάβατο, κυριολεκτικά) διψάω, σκάω από δίψα
- ⮡ The land thirsts for rain.
- Η γη διψάει για βροχή.
- ≈ συνώνυμα: be thirsty
- ⮡ The land thirsts for rain.
- (αμετάβατο, μεταφορικά) διψάω
- ⮡ My heart thirsts for love.
- Η καρδιά μου διψάει γι' αγάπη.
- ≈ συνώνυμα: be thirsty, → και δείτε τη λέξη long
- ⮡ My heart thirsts for love.
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 243. ISBN 9780194325684., λήμμα: δίψα, διψώ