πλάτανος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πλάτανος | οι | πλάτανοι |
γενική | του | πλάτανου | των | πλάτανων |
αιτιατική | τον | πλάτανο | τους | πλάτανους |
κλητική | πλάτανε | πλάτανοι | ||
Δείτε και το ουδέτερο πλατάνι. | ||||
όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλάτανος < αρχαία ελληνική πλάτανος θηλυκό[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpla.ta.nos/
- συλλαβισμός : πλά‐τα‐νος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλάτανος αρσενικό και πλατάνι
- (βοτανική) αιωνόβιο, φυλλοβόλο δέντρο (γένος Platanus), που απαντάται κυρίως σε τοποθεσίες με πολύ νερό. Έχει πλατιά φύλλα, αγκαθωτούς καρπούς και χοντρό κορμό, που αναπτύσσει μεγάλο ύψος
- ※ Καὶ τότε ὠνειρεύετο ὑπὸ πλατάνους δεῖπνα / μὲ κόταις δούλων ἀδελφῶν, μὲ δάφνας καὶ μυρσίνας. (Γεώργιος Σουρής, Ο κύριος Πετσωματάς, 1886)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- χαιρέτα μου τον πλάτανο : για τις περιπτώσεις που κάτι καθυστερεί να γίνει ή είναι είναι απίθανο να πραγματοποιηθεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλάτανος
[επεξεργασία]
- ↑ «πλάτανος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)