πλάτανος
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | πλάτανος | πλάτανοι |
γενική | πλατάνου | πλατάνων |
αιτιατική | πλάτανο | πλατάνους |
κλητική | πλάτανε | πλάτανοι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλάτανος < αρχαία ελληνική πλάτανος θηλυκό
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpla.ta.nɔs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλάτανος αρσενικό και πλατάνι
- (βοτανική) αιωνόβιο, φυλλοβόλο δέντρο (γένος Platanus), που απαντάται κυρίως σε τοποθεσίες με πολύ νερό. Έχει πλατιά φύλλα, αγκαθωτούς καρπούς και χοντρό κορμό, που αναπτύσσει μεγάλο ύψος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- χαιρέτα μου τον πλάτανο : για τις περιπτώσεις που κάτι καθυστερεί να γίνει ή είναι είναι απίθανο να πραγματοποιηθεί