ορθολογισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /oɾ.θo.lo.ʝiˈzmos/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ορθολογισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) η θεωρία, κατά την οποία η βάση της γνώσης είναι η λογική, ο ορθός λόγος και όχι ο μυστικισμός, η επιθυμία και το συναίσθημα
- η στάση, σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις μας και η λύση των προβλημάτων μας πρέπει να βασίζονται στη λογική.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορθολογισμός