stature
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stature (en)
- το ανάστημα, το ύψος κάποιου όταν στέκεται όρθιος και ευθυτενής
- η σπουδαιότητα, η ολκή, η αναγνωρισμένη πολιτική/κοινωνική ισχύς, το εκτόπισμα
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stature | statures |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stature (fr) θηλυκό
- το ανάστημα, το ύψος κάποιου όταν στέκεται όρθιος και ευθυτενής, το μπόι
- (μεταφορικά) η σπουδαιότητα κάποιου