constrain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]constrain < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική constraindre < λατινική constringō
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kənˈstɹeɪn/
- ⓘ
Ρήμα
[επεξεργασία]constrain (en)
- αναγκάζω/επιβάλλω κάποιον να κάνει κάτι
- περιορίζω
- ↪ enviromental measures constrain the emission of greenhouse gasses - → λείπει η μετάφραση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Pages using the Phonos extension
- Δάνεια από τη μέση γαλλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση γαλλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ελλείπουσες μεταφράσεις (αγγλικά)