restrain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

restrain (en)

  1. συγκρατώ, κρατώ υπό έλεγχο
     συνώνυμα: control
  2. περιορίζω, συγκρατώ μέσα σε κάποια όρια
     συνώνυμα: restrict, limit
  3. στερώ την ελευθερία