θεματοφύλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θεματοφύλακας αρσενικό
- που προασπίζεται την ύπαρξη και τη συνέχεια ενός πράγματος, ο υπερασπιστής
- ο θεματοφύλακας των λαϊκών παραδόσεων
- (νεολογισμός, οικονομία) πρόσωπο το οποίο έχει αναλάβει, κατόπιν συμφωνίας, τη φύλαξη ενός κινητού πράγματος και έχει την υποχρέωση επιστροφής του μετά από δήλωση του αντισυμβαλλομένου (του παρακαταθέτη), ο οποίος του το παρέδωσε, που παρέχει υπηρεσίες θεματοφυλακής
Συγγενικά
[επεξεργασία]- θεματοφυλακή
- → δείτε τις λέξεις θέμα και φυλάττω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θεματοφύλακας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φύλακας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)