κύπελλον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κύπελλον | τὰ | κύπελλᾰ |
γενική | τοῦ | κυπέλλου | τῶν | κυπέλλων |
δοτική | τῷ | κυπέλλῳ | τοῖς | κυπέλλοις |
αιτιατική | τὸ | κύπελλον | τὰ | κύπελλᾰ |
κλητική ὦ! | κύπελλον | κύπελλᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυπέλλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κυπέλλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κύπελλον < υποκοριστικό του κύπη < ΙΕ ρίζα * κυπ-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κύπελλον ουδέτερο
- κύπελλο
- Ὣς φάτο, μείδησεν δὲ θεὰ λευκώλενος Ἥρη, / μειδήσασα δὲ παιδὸς ἐδέξατο χειρὶ κύπελλον (Όμηρος, Ιλιάς, Α, 595-596)
- αγγείο
- ποτήρι
- δοχείο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)