άλκαλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Η λέξη προέρχεται από το αραβικό άρθρο "αλ" και το φυτό "κάλι", από το οποίο εξάχθηκαν για πρώτη φορά αλκαλικές ουσίες. Παλιότερα η λέξη ήταν συνώνυμο με το σημερινό όρο βάση.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άλκαλι ουδέτερο
- Αλκάλια γενικά καλούνται τα μέταλλα της Ια ομάδας του περιοδικού συστήματος: λίθιο, νάτριο, κάλιο, καίσιο, ρουβίδιο και, κατ' επέκταση, τα υδροξείδιά τους.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άλκαλι
|