άλκαλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Η λέξη προέρχεται από το αραβικό άρθρο "αλ" και το φυτό "κάλι", από το οποίο εξάχθηκαν για πρώτη φορά αλκαλικές ουσίες. Παλιότερα η λέξη ήταν συνώνυμο με το σημερινό όρο βάση.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άλκαλι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]