ρουβίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρουβίδιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική rubidium < λατινική rubidus (καστανέρυθρος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρουβίδιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στα αλκάλια, με ατομικό αριθμό 37 και χημικό σύμβολο το Rb
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρουβίδιο | τα | ρουβίδια |
γενική | του | ρουβιδίου & ρουβίδιου |
των | ρουβιδίων |
αιτιατική | το | ρουβίδιο | τα | ρουβίδια |
κλητική | ρουβίδιο | ρουβίδια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ρουβίδιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)