αξεσουάρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αξεσουάρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική accessoire[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αξεσουάρ ουδέτερο άκλιτο

  1. εξάρτημα αυτοκινήτου που δεν είναι απαραίτητο για τη σωστή λειτουργία του
  2. εξάρτημα ενδυμασίας που έχει περισσότερο διακοσμητικό παρά πρακτικό σκοπό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]