αποκριάτικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποκριάτικα < αποκριάτικος +

Επίρρημα[επεξεργασία]

αποκριάτικα

  1. κατά την χρονική περίοδο της Αποκριάς
  2. με τρόπο που συνηθίζεται κατά την Αποκριά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αποκριάτικα