απολαύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απολαύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απολαμβάνω
- θα απολαύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απολαμβάνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
απολαύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απόλαυση