αποσκιρτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσκιρτώ < (ελληνιστική κοινή) ἀποσκιρτῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

αποσκιρτώ

  1. μεταπηδώ σε άλλο πολιτικό, ιδεολογικό κλπ χώρο
  2. αυτομολώ
    Ένας σοβιετικός κατάσκοπος αποσκίρτησε στη Δύση.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]