αποσκιρτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσκιρτώ < (ελληνιστική κοινή) ἀποσκιρτῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
αποσκιρτώ
- μεταπηδώ σε άλλο πολιτικό, ιδεολογικό κλπ χώρο
- αυτομολώ
- Ένας σοβιετικός κατάσκοπος αποσκίρτησε στη Δύση.