αποσκίρτηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσκίρτηση οι αποσκιρτήσεις
      γενική της αποσκίρτησης* των αποσκιρτήσεων
    αιτιατική την αποσκίρτηση τις αποσκιρτήσεις
     κλητική αποσκίρτηση αποσκιρτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσκιρτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσκίρτηση < αποσκιρτώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποσκίρτηση θηλυκό

  1. μεταπήδηση σε άλλο πολιτικό, ιδεολογικό κλπ χώρο
  2. αυτομολία, αυτομόληση
    η αποσκίρτηση στη Δύση δύο Σοβιετικών μυστικών πρακτόρων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]