αρόδου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρόδου < αρόδο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈɾo.ðu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρό‐δου
Επίρρημα[επεξεργασία]
αρόδου
- (ναυτικός όρος) άλλη μορφή του αρόδο
- ※ Ἔπιασε τὰ κουπιά, ἀλαργάρησε λιγάκι καὶ φουντάρησε ἀρόδου. (Παύλος Νιρβάνας, «Νῦν ἀπολύοις», από την συλλογή διηγημάτων Τὸ συναξάρι τοῦ παπα-Παρθένη κι ἄλλες νησιώτικες ἱστορίες, Αθήνα 1915)
- ※ Στα 119 ανέρχονται τα συνολικά κρούσματα κοροναϊού στο πλοίο που βρίσκεται αρόδου στα ανοιχτά του Πειραιά ανακοίνωσε ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας. (εφημερίδα Το Βήμα, 2.4.2020)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρόδου
|