ασβεστώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασβεστώνω < ασβέστης
Ρήμα
[επεξεργασία]ασβεστώνω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ασβεστώνω | ασβέστωνα | θα ασβεστώνω | να ασβεστώνω | ασβεστώνοντας | |
β' ενικ. | ασβεστώνεις | ασβέστωνες | θα ασβεστώνεις | να ασβεστώνεις | ασβέστωνε | |
γ' ενικ. | ασβεστώνει | ασβέστωνε | θα ασβεστώνει | να ασβεστώνει | ||
α' πληθ. | ασβεστώνουμε | ασβεστώναμε | θα ασβεστώνουμε | να ασβεστώνουμε | ||
β' πληθ. | ασβεστώνετε | ασβεστώνατε | θα ασβεστώνετε | να ασβεστώνετε | ασβεστώνετε | |
γ' πληθ. | ασβεστώνουν(ε) | ασβέστωναν ασβεστώναν(ε) |
θα ασβεστώνουν(ε) | να ασβεστώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ασβέστωσα | θα ασβεστώσω | να ασβεστώσω | ασβεστώσει | ||
β' ενικ. | ασβέστωσες | θα ασβεστώσεις | να ασβεστώσεις | ασβέστωσε | ||
γ' ενικ. | ασβέστωσε | θα ασβεστώσει | να ασβεστώσει | |||
α' πληθ. | ασβεστώσαμε | θα ασβεστώσουμε | να ασβεστώσουμε | |||
β' πληθ. | ασβεστώσατε | θα ασβεστώσετε | να ασβεστώσετε | ασβεστώστε | ||
γ' πληθ. | ασβέστωσαν ασβεστώσαν(ε) |
θα ασβεστώσουν(ε) | να ασβεστώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ασβεστώσει | είχα ασβεστώσει | θα έχω ασβεστώσει | να έχω ασβεστώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ασβεστώσει | είχες ασβεστώσει | θα έχεις ασβεστώσει | να έχεις ασβεστώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ασβεστώσει | είχε ασβεστώσει | θα έχει ασβεστώσει | να έχει ασβεστώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ασβεστώσει | είχαμε ασβεστώσει | θα έχουμε ασβεστώσει | να έχουμε ασβεστώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ασβεστώσει | είχατε ασβεστώσει | θα έχετε ασβεστώσει | να έχετε ασβεστώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ασβεστώσει | είχαν ασβεστώσει | θα έχουν ασβεστώσει | να έχουν ασβεστώσει |
|