ατός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατός < μεσαιωνική ελληνική ατός < αρχαία ελληνική ἑαυτοῦ
Επίθετο[επεξεργασία]
ατός, -ή, -ό
- (λαϊκότροπο) (λογοτεχνικό) μόνος, χωρίς τη βοήθεια ή τη συνεργασία άλλου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατός
→ δείτε τη λέξη μόνος |