αυνανίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυνανίζομαι < αυνανισμός < από το όνομα του βιβλικού Αὐνάν
Ρήμα
[επεξεργασία]αυνανίζομαι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυνανίζομαι