αυτοκυβερνώμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοκυβερνώμαι < αυτο- + κυβερνώμαι
Ρήμα[επεξεργασία]
αυτοκυβερνώμαι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αυτοκυβέρνηση, αυτός και κυβερνώ
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοκυβερνώμαι | αυτοκυβερνόμουν | θα αυτοκυβερνώμαι | να αυτοκυβερνώμαι | ||
β' ενικ. | αυτοκυβερνάσαι | αυτοκυβερνόσουν | θα αυτοκυβερνάσαι | να αυτοκυβερνάσαι | ||
γ' ενικ. | αυτοκυβερνάται | αυτοκυβερνόταν | θα αυτοκυβερνάται | να αυτοκυβερνάται | ||
α' πληθ. | αυτοκυβερνώμεθα - αυτοκυβερνόμαστε | αυτοκυβερνόμασταν | θα αυτοκυβερνώμεθα - αυτοκυβερνόμαστε | να αυτοκυβερνώμεθα - αυτοκυβερνόμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοκυβερνάσθε - αυτοκυβερνάστε | αυτοκυβερνόσασταν | θα αυτοκυβερνάσθε - αυτοκυβερνάστε | να αυτοκυβερνάσθε - αυτοκυβερνάστε | αυτοκυβερνάσθε - αυτοκυβερνάστε | |
γ' πληθ. | αυτοκυβερνώνται | αυτοκυβερνόνταν - αυτοκυβερνόντουσαν | θα αυτοκυβερνώνται | να αυτοκυβερνώνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοκυβερνήθηκα | θα αυτοκυβερνηθώ | να αυτοκυβερνηθώ | αυτοκυβερνηθεί | ||
β' ενικ. | αυτοκυβερνήθηκες | θα αυτοκυβερνηθείς | να αυτοκυβερνηθείς | αυτοκυβερνήσου | ||
γ' ενικ. | αυτοκυβερνήθηκε | θα αυτοκυβερνηθεί | να αυτοκυβερνηθεί | |||
α' πληθ. | αυτοκυβερνηθήκαμε | θα αυτοκυβερνηθούμε | να αυτοκυβερνηθούμε | |||
β' πληθ. | αυτοκυβερνηθήκατε | θα αυτοκυβερνηθείτε | να αυτοκυβερνηθείτε | αυτοκυβερνηθείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοκυβερνήθηκαν αυτοκυβερνηθήκαν(ε) |
θα αυτοκυβερνηθούν(ε) | να αυτοκυβερνηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοκυβερνηθεί | είχα αυτοκυβερνηθεί | θα έχω αυτοκυβερνηθεί | να έχω αυτοκυβερνηθεί | αυτοκυβερνημένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτοκυβερνηθεί | είχες αυτοκυβερνηθεί | θα έχεις αυτοκυβερνηθεί | να έχεις αυτοκυβερνηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοκυβερνηθεί | είχε αυτοκυβερνηθεί | θα έχει αυτοκυβερνηθεί | να έχει αυτοκυβερνηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοκυβερνηθεί | είχαμε αυτοκυβερνηθεί | θα έχουμε αυτοκυβερνηθεί | να έχουμε αυτοκυβερνηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοκυβερνηθεί | είχατε αυτοκυβερνηθεί | θα έχετε αυτοκυβερνηθεί | να έχετε αυτοκυβερνηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοκυβερνηθεί | είχαν αυτοκυβερνηθεί | θα έχουν αυτοκυβερνηθεί | να έχουν αυτοκυβερνηθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοκυβερνώμαι
|