αυτοπροβάλλομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοπροβάλλομαι < αυτο- + προβάλλομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
αυτοπροβάλλομαι
- προβάλλω τον εαυτό μου, επιδεικνύομαι
αυτοπροβάλλομαι