αυτοσχέδια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοσχέδια < αυτοσχέδιος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
αυτοσχέδια (τροπικό)
- χωρίς προγραμματισμό, απρομελέτητα
- πρόχειρα, βιαστικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοσχέδια
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αυτοσχέδια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αυτοσχέδιος