βιο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιο- < βίος
Πρόθημα
[επεξεργασία]βιο- και βιό-
- πρώτο συνθετικό λέξεων που έχουν σχέση με τη ζωή και τα έμβια όντα
- πρώτο συνθετικό λέξεων που έχουν σχέση με τη ζωή ενός ανθρώπου
- πρώτο συνθετικό λέξεων που έχουν σχέση με τη χρήση φυσικών μεθόδων παραγωγής