βιοκαλλιέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιοκαλλιέργεια < βιο- + ουσιαστικό -καλλιέργεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιοκαλλιέργεια θηλυκό
- (νεολογισμός) καλλιέργεια τροφίμων που γίνεται μόνο με φυσικά μέσα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιοκαλλιέργεια
|