-καλλιέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -καλλιέργεια < καλλιέργεια, ως μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική -culture (culture)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.liˈeɾ.ʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -καλ‐λι‐έρ‐γει‐α
Επίθημα[επεξεργασία]
-καλλιέργεια
- δεύτερο συνθετικό σύνθετων λέξεων που σχετίζονται με
- συστηματική καλλιέργεια κάποιου φυτού
- εκτροφή θαλασσίων ειδών σε ειδικές εγκαταστάσεις
Σύνθετα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ "-καλλιέργεια" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)