βοάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βοάω < βοή < (ηχομιμητική λέξη)
Ρήμα[επεξεργασία]
βοάω
- φωνάζω δυνατά
- μιλάω μεγαλόφωνα
- κραυγάζω
- ηχώ
- βροντώ, κάνω πάταγο
- αντηχώ
- διαφημίζω, επαινώ
- διατάζω με δυνατή φωνή