βρέχει καρεκλοπόδαρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βρέχει καρεκλοπόδαρα < → δείτε τις λέξεις βρέχει και καρεκλοπόδαρα
Έκφραση
[επεξεργασία]βρέχει καρεκλοπόδαρα
- βρέχει πολύ δυνατά, ρίχνει πάρα πολύ δυνατή βροχή
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- βρέχει κοτρόνες
- ρίχνει άντερα
- ρίχνει βατράχια
- ρίχνει καλαπόδια
- ρίχνει καρεκλιές
- ρίχνει καρεκλοπόδαρα
- ρίχνει κοτρόνες
- ρίχνει νερό με το τουλούμι
- ρίχνει παπάδες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βρέχει καρεκλοπόδαρα