γιαράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιαράς: μεταπλασμός σε αρσενικό του θηλυκού γιαρ(ά) + -άς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιαράς αρσενικό (πληθυντικός γιαράδες)
- (ιδιωματικό σε πολλά ιδιώματα) άλλη μορφή του γιαρά (θηλυκό): η πληγή, το τραύμα
- άλλες μορφές: γιάρα (θηλυκό)
Πηγές[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γιαρά