γιαράς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιαράς: μεταπλασμός σε αρσενικό του θηλυκού γιαρ(ά) + -άς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γιαράς αρσενικό (πληθυντικός γιαράδες)

Πηγές[επεξεργασία]