Μετάβαση στο περιεχόμενο

γιαρά

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γιαρά (ιδιωματικό) < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιαρά < οθωμανική τουρκική یاره (yara) (& τουρκική yara) < πρωτοτουρκική *yara (πληγή)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γιαρά θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • γιαράς και ποικιλίες -  Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (19332022) ως το λήμμα «δόγης» / ΙΛΝΕ@TLG στο Thesaurus Linguae Graecae online έως το λήμμα «δόγης»

επίσης

  • γερά - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987)
  • γιαράς, γιάρα, γιαρά - Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γιαρά <  δείτε την ετυμολογία στο γιαράς (αρσενικό)[1]
Κατά τον Κριαρά,[2] (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιαρά < οθωμανική τουρκική یاره (yara) Συγγενή:  δείτε τη λέξη γιαρά σε άλλα ιδιώματα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γιαρά θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. γιαράς (και μορφές) -  Ιστορικό Λεξικό των ιδιωμάτων της Καππαδοκίας (ΙΛΙΚ) online στην Ακαδημία Αθηνών, 2025- (συντομογραφίες, φωνητικά σύμβολα, βιβλιογραφία)
  2. γιαρά σελ.283, Τόμος Δ΄ -- Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία.  Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.




Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γιαρά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιαρά < οθωμανική τουρκική یاره (yara)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γιαρά θηλυκό

  • γιαράς, γιάρα, γιαρά - Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γιαρά < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική یاره (yara) < πρωτοτουρκική *yara (πληγή)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γιαρά θηλυκό

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]