δεσποτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
δεσποτικά < δεσποτικ(ός) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
δεσποτικά
- με δεσποτικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεσποτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
δεσποτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δεσποτικό
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
δεσποτικά ουδέτερο