δεσποτικόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δεσποτικόν τὰ δεσποτικά
      γενική τοῦ δεσποτικοῦ τῶν δεσποτικῶν
      δοτική τῷ δεσποτικ τοῖς δεσποτικοῖς
    αιτιατική τὸ δεσποτικόν τὰ δεσποτικά
     κλητική ! δεσποτικόν δεσποτικά
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δεσποτικόν: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δεσποτικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δεσποτικόν ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

δεσποτικόν: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

δεσποτικόν

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του δεσποτικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δεσποτικός
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: δεσποτικό με επέκταση σημασίας

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

δεσποτικόν

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του δεσποτικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δεσποτικός