διαρπάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαρπάζω < αρχαία ελληνική διαρπάζω < διά + ἁρπάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
διαρπάζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαρπάζω
|