διορώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διορώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διορῶ, συνηρημένος τύπος του διοράω

Ρήμα[επεξεργασία]

διορώ

  1. βλέπω ανάμεσα από κάτι άλλο
  2. προβλέπω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]