ορώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορώ < από το αρχαίο ὁρῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]ορώ, οράς, ορά
- βλέπω
- αρκετοί τύποι του ρήματος επιβιώνουν από την αρχαία ελληνική γλώσσα:
- όρα (βλέπε)
- όρα στο κεφάλαιο 10
- οψόμεθα (θα δούμε)
- ίδωμεν (να δούμε)
- ας όψεται (αυτός φταίει)
- ιδού (να!)
- χάρμα ιδέσθαι (χάρμα οφθαλμών, απόλαυση των ματιών)
- ίδε