οραματιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οραματιστής < οραματίζομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οραματιστής αρσενικό, οραματίστρια θηλυκό
- αυτός που οραματίζεται, που πλάθει ευγενή και φιλόδοξα σχέδια για το μέλλον της επιστήμης ή της ανθρωπότητας γενικά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οραματιστής