οραματίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οραματίζομαι < (ελληνιστική κοινή) ὁραματίζομαι < αρχαία ελληνική όραμα

Ρήμα[επεξεργασία]

οραματίζομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. έχω συγκεκριμένο όραμα, θέτω υψηλούς στόχους για ένα καλύτερο μέλλον
    Οι πρώτοι ουτοπιστές οραματίζονταν μια ιδανική κοινωνία δικαιοσύνης και ισότητας
  2. βλέπω οράματα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]