δισκοβολώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δισκοβολῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δισκοβολώ < (ελληνιστική κοινήδισκοβολέω / δισκοβολῶ < αρχαία ελληνική δίσκος + βάλλω

Ρήμα[επεξεργασία]

δισκοβολώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]