εγωιστικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγωιστικά < εγωιστικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

εγωιστικά

  1. με εγωιστικό τρόπο
    μη σκέφτεσαι εγωιστικά (μη σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

εγωιστικά