εκατοστίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκατοστίζω < εκατοστή + -ίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ka.toˈsti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κα‐το‐στί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

εκατοστίζω

  • αυξάνω (ή ενίοτε μειώνω!) μέχρι τον αριθμό εκατό κάτι που έχω (χρόνια, χιλιόμετρα, πράγματα κ.ά.)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]