εκπρόθεσμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκπρόθεσμα < εκπρόθεσμος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
εκπρόθεσμα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκπρόθεσμα
|