εκπρόθεσμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκπρόθεσμος < (ελληνιστική κοινή) ἐκπρόθεσμος
Επίθετο[επεξεργασία]
εκπρόθεσμος, -η, -ο
- αυτός που δεν έγινε εντός μιας προκαθορισμένης διορίας
- εκπρόθεσμες οφειλές απέναντι σε έναν πιστωτή