εκπρόθεσμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκπρόθεσμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκπρόθεσμος η εκπρόθεσμη το εκπρόθεσμο
      γενική του εκπρόθεσμου της εκπρόθεσμης του εκπρόθεσμου
    αιτιατική τον εκπρόθεσμο την εκπρόθεσμη το εκπρόθεσμο
     κλητική εκπρόθεσμε εκπρόθεσμη εκπρόθεσμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκπρόθεσμοι οι εκπρόθεσμες τα εκπρόθεσμα
      γενική των εκπρόθεσμων των εκπρόθεσμων των εκπρόθεσμων
    αιτιατική τους εκπρόθεσμους τις εκπρόθεσμες τα εκπρόθεσμα
     κλητική εκπρόθεσμοι εκπρόθεσμες εκπρόθεσμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκπρόθεσμος < (ελληνιστική κοινήἐκπρόθεσμος

Επίθετο[επεξεργασία]

εκπρόθεσμος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]