εκριζώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.kɾiˈzo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κρι‐ζώ‐νω
Ρήμα
[επεξεργασία]εκριζώνω
- βγάζω κάτι από τη ρίζα, κυριολεκτικά αναφέρεται σε φυτό, αλλά χρησιμοποιείται και μεταφορικά - όταν κάποιος προλαμβάνει ένα πρόβλημα, σταματώντας το από τη στιγμή που θα αρχίσει να εκδηλώνεται
- Στη διάρκεια της τριετούς ισχύος του κανονισμού, θα εκριζωθούν 30000 στρεμμ. αμπελώνων
- ό τουρισμός εκριζώνει τά ήθη τών "Ελλήνων άπειλητικώς (Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 51, 1977)
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκριζώνω | εκρίζωνα | θα εκριζώνω | να εκριζώνω | εκριζώνοντας | |
β' ενικ. | εκριζώνεις | εκρίζωνες | θα εκριζώνεις | να εκριζώνεις | εκρίζωνε | |
γ' ενικ. | εκριζώνει | εκρίζωνε | θα εκριζώνει | να εκριζώνει | ||
α' πληθ. | εκριζώνουμε | εκριζώναμε | θα εκριζώνουμε | να εκριζώνουμε | ||
β' πληθ. | εκριζώνετε | εκριζώνατε | θα εκριζώνετε | να εκριζώνετε | εκριζώνετε | |
γ' πληθ. | εκριζώνουν(ε) | εκρίζωναν εκριζώναν(ε) |
θα εκριζώνουν(ε) | να εκριζώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκρίζωσα | θα εκριζώσω | να εκριζώσω | εκριζώσει | ||
β' ενικ. | εκρίζωσες | θα εκριζώσεις | να εκριζώσεις | εκρίζωσε | ||
γ' ενικ. | εκρίζωσε | θα εκριζώσει | να εκριζώσει | |||
α' πληθ. | εκριζώσαμε | θα εκριζώσουμε | να εκριζώσουμε | |||
β' πληθ. | εκριζώσατε | θα εκριζώσετε | να εκριζώσετε | εκριζώστε | ||
γ' πληθ. | εκρίζωσαν εκριζώσαν(ε) |
θα εκριζώσουν(ε) | να εκριζώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκριζώσει | είχα εκριζώσει | θα έχω εκριζώσει | να έχω εκριζώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκριζώσει | είχες εκριζώσει | θα έχεις εκριζώσει | να έχεις εκριζώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκριζώσει | είχε εκριζώσει | θα έχει εκριζώσει | να έχει εκριζώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκριζώσει | είχαμε εκριζώσει | θα έχουμε εκριζώσει | να έχουμε εκριζώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκριζώσει | είχατε εκριζώσει | θα έχετε εκριζώσει | να έχετε εκριζώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκριζώσει | είχαν εκριζώσει | θα έχουν εκριζώσει | να έχουν εκριζώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εκριζώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας