weed out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας weed out
γ΄ ενικό ενεστώτα weeds out
αόριστος weeded out
παθητική μετοχή weeded out
ενεργητική μετοχή weeding out

weed out (en)

  1. εκριζώνω ή σκοτώνω τα ζιζάνια
  2. εξαλείφω, εκμηδενίζω
  3. διαχωρίζω και απορρίπτω οτιδήποτε ανεπιθύμητο