εναπομένω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εναπομένω < ελληνιστική κοινή ἐναπομένω < ἐν + ἀπομένω < ἀπό + αρχαία ελληνική μένω
Ρήμα[επεξεργασία]
εναπομένω
- άλλη μορφή του απομένω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εναπομένω
|