ενδιατρίβω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδιατρίβω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνδιατρίβω[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /en.ði.aˈtɾi.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐δι‐α‐τρί‐βω
Ρήμα[επεξεργασία]
ενδιατρίβω
- (λόγιο) ασχολούμαι εξακολουθητικά ή με επιμονή με κάτι
- (λόγιο) παραμένω κάπου για καιρό
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδιατρίβω
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ενδιατρίβω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)