ενθρονίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενθρονίζω < αρχαία ελληνική ἐνθρονίζω < ἐν + θρονίζομαι < θρόνος

ενθρονίζω (παθητική φωνή: ενθρονίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]