ενθρονίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενθρονίζω < αρχαία ελληνική ἐνθρονίζω < ἐν + θρονίζομαι < θρόνος
Ρήμα
[επεξεργασία]ενθρονίζω (παθητική φωνή: ενθρονίζομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανενθρόνιστος
- ενθρόνιση
- ενθρονισμένος
- ενθρονισμός
- ενθρονιστικός
- → δείτε τις λέξεις ένθρονος και θρόνος
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενθρονίζω | ενθρόνιζα | θα ενθρονίζω | να ενθρονίζω | ενθρονίζοντας | |
β' ενικ. | ενθρονίζεις | ενθρόνιζες | θα ενθρονίζεις | να ενθρονίζεις | ενθρόνιζε | |
γ' ενικ. | ενθρονίζει | ενθρόνιζε | θα ενθρονίζει | να ενθρονίζει | ||
α' πληθ. | ενθρονίζουμε | ενθρονίζαμε | θα ενθρονίζουμε | να ενθρονίζουμε | ||
β' πληθ. | ενθρονίζετε | ενθρονίζατε | θα ενθρονίζετε | να ενθρονίζετε | ενθρονίζετε | |
γ' πληθ. | ενθρονίζουν(ε) | ενθρόνιζαν ενθρονίζαν(ε) |
θα ενθρονίζουν(ε) | να ενθρονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενθρόνισα | θα ενθρονίσω | να ενθρονίσω | ενθρονίσει | ||
β' ενικ. | ενθρόνισες | θα ενθρονίσεις | να ενθρονίσεις | ενθρόνισε | ||
γ' ενικ. | ενθρόνισε | θα ενθρονίσει | να ενθρονίσει | |||
α' πληθ. | ενθρονίσαμε | θα ενθρονίσουμε | να ενθρονίσουμε | |||
β' πληθ. | ενθρονίσατε | θα ενθρονίσετε | να ενθρονίσετε | ενθρονίστε | ||
γ' πληθ. | ενθρόνισαν ενθρονίσαν(ε) |
θα ενθρονίσουν(ε) | να ενθρονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ενθρονίσει | είχα ενθρονίσει | θα έχω ενθρονίσει | να έχω ενθρονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ενθρονίσει | είχες ενθρονίσει | θα έχεις ενθρονίσει | να έχεις ενθρονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ενθρονίσει | είχε ενθρονίσει | θα έχει ενθρονίσει | να έχει ενθρονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ενθρονίσει | είχαμε ενθρονίσει | θα έχουμε ενθρονίσει | να έχουμε ενθρονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ενθρονίσει | είχατε ενθρονίσει | θα έχετε ενθρονίσει | να έχετε ενθρονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ενθρονίσει | είχαν ενθρονίσει | θα έχουν ενθρονίσει | να έχουν ενθρονίσει |
|