ενυπνιάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενυπνιάζομαι < αρχαία ελληνική ἐνυπνιάζομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐνυπνιάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
ενυπνιάζομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενυπνιάζομαι | ενυπνιαζόμουν(α) | θα ενυπνιάζομαι | να ενυπνιάζομαι | ||
β' ενικ. | ενυπνιάζεσαι | ενυπνιαζόσουν(α) | θα ενυπνιάζεσαι | να ενυπνιάζεσαι | (ενυπνιάζου) | |
γ' ενικ. | ενυπνιάζεται | ενυπνιαζόταν(ε) | θα ενυπνιάζεται | να ενυπνιάζεται | ||
α' πληθ. | ενυπνιαζόμαστε | ενυπνιαζόμαστε ενυπνιαζόμασταν |
θα ενυπνιαζόμαστε | να ενυπνιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | ενυπνιάζεστε | ενυπνιαζόσαστε ενυπνιαζόσασταν |
θα ενυπνιάζεστε | να ενυπνιάζεστε | (ενυπνιάζεστε) | |
γ' πληθ. | ενυπνιάζονται | ενυπνιάζονταν ενυπνιαζόντουσαν |
θα ενυπνιάζονται | να ενυπνιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενυπνιάστηκα | θα ενυπνιαστώ | να ενυπνιαστώ | ενυπνιαστεί | ||
β' ενικ. | ενυπνιάστηκες | θα ενυπνιαστείς | να ενυπνιαστείς | ενυπνιάσου | ||
γ' ενικ. | ενυπνιάστηκε | θα ενυπνιαστεί | να ενυπνιαστεί | |||
α' πληθ. | ενυπνιαστήκαμε | θα ενυπνιαστούμε | να ενυπνιαστούμε | |||
β' πληθ. | ενυπνιαστήκατε | θα ενυπνιαστείτε | να ενυπνιαστείτε | ενυπνιαστείτε | ||
γ' πληθ. | ενυπνιάστηκαν ενυπνιαστήκαν(ε) |
θα ενυπνιαστούν(ε) | να ενυπνιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ενυπνιαστεί | είχα ενυπνιαστεί | θα έχω ενυπνιαστεί | να έχω ενυπνιαστεί | ενυπνιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις ενυπνιαστεί | είχες ενυπνιαστεί | θα έχεις ενυπνιαστεί | να έχεις ενυπνιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ενυπνιαστεί | είχε ενυπνιαστεί | θα έχει ενυπνιαστεί | να έχει ενυπνιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ενυπνιαστεί | είχαμε ενυπνιαστεί | θα έχουμε ενυπνιαστεί | να έχουμε ενυπνιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ενυπνιαστεί | είχατε ενυπνιαστεί | θα έχετε ενυπνιαστεί | να έχετε ενυπνιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ενυπνιαστεί | είχαν ενυπνιαστεί | θα έχουν ενυπνιαστεί | να έχουν ενυπνιαστεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενυπνιάζομαι
|