ενυπνιάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενυπνιάζομαι < αρχαία ελληνική ἐνυπνιάζομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐνυπνιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ενυπνιάζομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]