εξαρτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξαρτίζω < ελληνιστική κοινή ἐξαρτίζω < ἐξ + ἀρτίζω < αρχαία ελληνική ἄρτιος

Ρήμα[επεξεργασία]

εξαρτίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]