επαμφοτερίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπαμφοτερίζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επαμφοτερίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπαμφοτερίζω (είμαι δίσημος)[1] (< ἐπί + ἀμφοτερίζω < ἀμφότερος < ἄμφω)

Ρήμα[επεξεργασία]

επαμφοτερίζω

  • (λόγιο) φέρομαι πότε με κάποιον τρόπο και πότε με κάποιον διαφορετικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]